λαγίδες

λαγίδες
(leporidae). Οικογένεια θηλαστικών της τάξης των λαγομόρφων, που περιλαμβάνει περίπου 54 είδη. Στην οικογένεια αυτή ανήκουν ο λαγός και το κουνέλι. Πρόκειται για μικρά, φυτοφάγα ζώα με ωοειδές κεφάλι, μακριά αφτιά και ενισχυμένο το πάνω χείλος (λαγωχειλία). Το βάρος τους κυμαίνεται από 300 γρ. έως και 7 κιλά σε κάποια οικόσιτα είδη. Τα θηλυκά έχουν μεγαλύτερο μέγεθος από τα αρσενικά, ένα ασυνήθιστο φαινόμενο στα θηλαστικά. Έχουν πυκνό και απαλό τρίχωμα, ενώ το χρώμα τους ποικίλλει από λευκό έως σκούρο καφέ. Οι λ. ζουν κυρίως σε δάση, λιβάδια και τούνδρες. Χρησιμοποιούνται για το κρέας τους και τη γούνα τους. Το κουνέλι ανήκει στην οικογένεια των λαγιδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Λαγίδες — Άλλη ονομασία της δυναστείας των Πτολεμαίων (βλ. λ.), η οποία οφείλεται στον Λάγο, Μακεδόνα από την Εορδαία, πατέρα του Πτολεμαίου A’, βασιλιά της Αιγύπτου (304 283 π.Χ.) …   Dictionary of Greek

  • τρωκτικά — Τάξη θηλαστικών που αποτελείται από μεγάλο αριθμό ειδών, πολύ διαφορετικών στις διαστάσεις, στη μορφή και στις συνήθειες. Ο πιο σπουδαίος διακριτικός χαρακτήρας είναι η οδοντοφυΐα, χωρίς κυνόδοντες και γενικά μόνο με 4 κοπτήρες, πολύ μακριούς και …   Dictionary of Greek

  • λαγκοανική φυλή — Μία από τις τυπικές φυλές της Νότιας Αμερικής –σύμφωνα με την ταξινόμηση του ανθρωπολόγου Ρενάτο Μπιαζούλτι– που χαρακτηρίζεται από ανάστημα λίγο κατώτερο του μέσου (1,60 μ.), στενό και ψηλό (δολιχόμορφο) κρανίο, πλατύ πρόσωπο με έντονα υπερόφρυα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”